διαστρέβλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαστρέβλωση | οι | διαστρεβλώσεις |
| γενική | της | διαστρέβλωσης* | των | διαστρεβλώσεων |
| αιτιατική | τη | διαστρέβλωση | τις | διαστρεβλώσεις |
| κλητική | διαστρέβλωση | διαστρεβλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαστρεβλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαστρέβλωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διαστρέβλω(σις) +-ση (διαστρεβλώνω + -ση)[1] < αρχαία ελληνική διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ < στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈstɾe.vlo.si/ & /ðʝaˈstɾe.vlo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐στρέ‐βλω‐ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διαστρεβλώνω, στρεβλός και στρέφω
Μεταφράσεις
διαστρέβλωση
Αναφορές
- διαστρέβλωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.