διαστρέβλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαστρέβλωση οι διαστρεβλώσεις
      γενική της διαστρέβλωσης* των διαστρεβλώσεων
    αιτιατική τη διαστρέβλωση τις διαστρεβλώσεις
     κλητική διαστρέβλωση διαστρεβλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστρεβλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαστρέβλωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διαστρέβλω(σις) +-ση (διαστρεβλώνω + -ση)[1] < αρχαία ελληνική διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ < στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈstɾe.vlo.si/ & /ðʝaˈstɾe.vlo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαστρέβλωση

Ουσιαστικό

διαστρέβλωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.