απροπαγάνδιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροπαγάνδιστος η απροπαγάνδιστη το απροπαγάνδιστο
      γενική του απροπαγάνδιστου της απροπαγάνδιστης του απροπαγάνδιστου
    αιτιατική τον απροπαγάνδιστο την απροπαγάνδιστη το απροπαγάνδιστο
     κλητική απροπαγάνδιστε απροπαγάνδιστη απροπαγάνδιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροπαγάνδιστοι οι απροπαγάνδιστες τα απροπαγάνδιστα
      γενική των απροπαγάνδιστων των απροπαγάνδιστων των απροπαγάνδιστων
    αιτιατική τους απροπαγάνδιστους τις απροπαγάνδιστες τα απροπαγάνδιστα
     κλητική απροπαγάνδιστοι απροπαγάνδιστες απροπαγάνδιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απροπαγάνδιστος < α- + προπαγανδίζω + -τος

Επίθετο

απροπαγάνδιστος

  1. που δεν έχει προπαγανδίσει
  2. που δεν έχει προπαγανδιστεί

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.