αντιπροπαγανδιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπροπαγανδιστικός η αντιπροπαγανδιστική το αντιπροπαγανδιστικό
      γενική του αντιπροπαγανδιστικού της αντιπροπαγανδιστικής του αντιπροπαγανδιστικού
    αιτιατική τον αντιπροπαγανδιστικό την αντιπροπαγανδιστική το αντιπροπαγανδιστικό
     κλητική αντιπροπαγανδιστικέ αντιπροπαγανδιστική αντιπροπαγανδιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπροπαγανδιστικοί οι αντιπροπαγανδιστικές τα αντιπροπαγανδιστικά
      γενική των αντιπροπαγανδιστικών των αντιπροπαγανδιστικών των αντιπροπαγανδιστικών
    αιτιατική τους αντιπροπαγανδιστικούς τις αντιπροπαγανδιστικές τα αντιπροπαγανδιστικά
     κλητική αντιπροπαγανδιστικοί αντιπροπαγανδιστικές αντιπροπαγανδιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιπροπαγανδιστικός < αντι- + προπαγανδιστικός

Επίρρημα

αντιπροπαγανδιστικός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.