πίων

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πίων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peyH- (παχύς)

Επίθετο

πῑ́ων, πίων / πίειρα, πῖον

  1. παχύς, χοντρός
  2. (μεταφορικά) εύφορος, γόνιμος
πῑότατος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.