προοίμιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- προοίμιον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προοίμιον
Συγγενικά
- ἀπροοιμιάστως
- προοιμιακός
- προοιμιακῶς
- προοιμιαστής
Πηγές
- σελ.104 Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | προοίμιον | τὰ | προοίμιᾰ |
| γενική | τοῦ | προοιμίου | τῶν | προοιμίων |
| δοτική | τῷ | προοιμίῳ | τοῖς | προοιμίοις |
| αιτιατική | τὸ | προοίμιον | τὰ | προοίμιᾰ |
| κλητική ὦ! | προοίμιον | προοίμιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προοιμίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προοιμίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- αττικός τύπος : φροίμιον (συνηρημένο)
Συγγενικά
- ἀπροοιμίαστος
- προοιμιακός
- προοιμιαστέον
- προοιμιαστικός
- προοιμιάζομαι
→ και δείτε τη λέξη οἶμος
Πηγές
- προοίμιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προοίμιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.