προμετωπίδιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προμετωπίδιος η προμετωπίδια το προμετωπίδιο
      γενική του προμετωπίδιου της προμετωπίδιας του προμετωπίδιου
    αιτιατική τον προμετωπίδιο την προμετωπίδια το προμετωπίδιο
     κλητική προμετωπίδιε προμετωπίδια προμετωπίδιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προμετωπίδιοι οι προμετωπίδιες τα προμετωπίδια
      γενική των προμετωπίδιων των προμετωπίδιων των προμετωπίδιων
    αιτιατική τους προμετωπίδιους τις προμετωπίδιες τα προμετωπίδια
     κλητική προμετωπίδιοι προμετωπίδιες προμετωπίδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προμετωπίδιος < ελληνιστική κοινή προμετωπίδιος[1] < αρχαία ελληνική πρό + μέτωπον

Επίθετο

προμετωπίδιος, -α, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) που βρίσκεται στο μέτωπο ή μπροστά απ’ αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) προμετωπίδιο: του λουρί από τα χαλινάρια που περνάει από το μέτωπο του αλόγου

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προμετωπίδιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

  1. προμετωπίδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.