προμετωπίδια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προμετωπίδια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προμετωπίδιο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

προμετωπίδια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προμετωπίδιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.