προμήθειο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Pm
  • Ατομικός αριθμός : 61
  • Προηγούμενο = Nd
  • Επόμενο = Sm

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

προμήθειο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική promethium < λατινική Prometheus < αρχαία ελληνική Προμηθεύς

Ουσιαστικό

προμήθειο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προμήθειο τα προμήθεια
      γενική του προμηθείου
& προμήθειου
των προμηθείων
    αιτιατική το προμήθειο τα προμήθεια
     κλητική προμήθειο προμήθεια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.