νεοδύμιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Nd
  • Ατομικός αριθμός : 60
  • Προηγούμενο = Pr
  • Επόμενο = Pm

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

νεοδύμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική neodymium < αρχαία ελληνική νέος, νεο- + (δί)δυμ(ος) + -ιο

Ουσιαστικό

νεοδύμιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεοδύμιο τα νεοδύμια
      γενική του νεοδύμιου
& νεοδυμίου
των νεοδύμιων
& νεοδυμίων
    αιτιατική το νεοδύμιο τα νεοδύμια
     κλητική νεοδύμιο νεοδύμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.