σαμάριο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- σαμάριο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική samarium: το όνομα δόθηκε από τον Γάλλο χημικό Paul Émile Lecoq de Boisbaudran, ο οποίος ανακάλυψε το στοιχείο μέσα στο ορυκτό σαμαρσκίτη, που ονομάστηκε με τη σειρά του έτσι προς τιμήν του Ρώσου μηχανικού Василий Самарский-Быховец (Vasili Samarsky-Bykhovets).
Ουσιαστικό
σαμάριο ουδέτερο στον ενικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαμάριο | τα | σαμάρια |
| γενική | του | σαμάριου | των | σαμάριων |
| αιτιατική | το | σαμάριο | τα | σαμάρια |
| κλητική | σαμάριο | σαμάρια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 62 και χημικό σύμβολο το Sm
-
σαμάριο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.