προκύπτων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προκύπτων | η | προκύπτουσα | το | προκύπτον |
| γενική | του | προκύπτοντος | της | προκύπτουσας & προκυπτούσης* |
του | προκύπτοντος |
| αιτιατική | τον | προκύπτοντα | την | προκύπτουσα | το | προκύπτον |
| κλητική | προκύπτων | προκύπτουσα | προκύπτον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προκύπτοντες | οι | προκύπτουσες | τα | προκύπτοντα |
| γενική | των | προκυπτόντων | των | προκυπτουσών | των | προκυπτόντων |
| αιτιατική | τους | προκύπτοντες | τις | προκύπτουσες | τα | προκύπτοντα |
| κλητική | προκύπτοντες | προκύπτουσες | προκύπτοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προκύπτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκύπτων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προκύπτω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.