prepare

Αγγλικά (en)

ενεστώτας prepare
γ΄ ενικό ενεστώτα prepares
αόριστος prepared
παθητική μετοχή prepared
ενεργητική μετοχή preparing

Ρήμα

prepare (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ετοιμάζω, προετοιμάζω, κάνω κάτι ή κάποιον έτοιμο να χρησιμοποιηθεί ή να κάνω κάτι
    I am preparing the students for exams.
    Ετοιμάζω μαθητές για εξετάσεις.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη train
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι να κάνω κάτι ή για κάτι που περιμένω να συμβεί
    We are preparing to attack.
    Ετοιμαζόμαστε να επιτεθώ.
    I am prepared for everything.
    Είμαι ετοιμασμένος για όλα.
    They were preparing for the Olympics.
    Ετοιμάζονταν για τους Ολυμπιακούς.
     συνώνυμα: get ready, brace, gear up, gird for και ready
  3. (μεταβατικό) ετοιμάζω, προετοιμάζω, φτιάχνω φαγητό έτοιμο για κατανάλωση
    The food is being prepared.
    Το φαγητό ετοιμάζεται.
    I am preparing food.
    Φτιάχνω φαΐ.

Σύνθετα

Πηγές



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

prepare < prepar- + -e

Επίρρημα

prepare (eo)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.