prepare
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | prepare |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | prepares |
| αόριστος | prepared |
| παθητική μετοχή | prepared |
| ενεργητική μετοχή | preparing |
Ρήμα
prepare (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ετοιμάζω, προετοιμάζω, κάνω κάτι ή κάποιον έτοιμο να χρησιμοποιηθεί ή να κάνω κάτι
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι να κάνω κάτι ή για κάτι που περιμένω να συμβεί
- (μεταβατικό) ετοιμάζω, προετοιμάζω, φτιάχνω φαγητό έτοιμο για κατανάλωση
- ↪ The food is being prepared.
- Το φαγητό ετοιμάζεται.
- ↪ I am preparing food.
- Φτιάχνω φαΐ.
- ↪ The food is being prepared.
Σύνθετα
Πηγές
- prepare - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340, 950-951. ISBN 9780194325684., λήμμα: ετοιμάζω, φτιάχνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.