προετοιμάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προετοιμάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος προετοιμάζω

Ρήμα

προετοιμάζομαι

  1. ετοιμάζομαι από πριν
  2. φτιάχνομαι, γίνομαι με προσοχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.