προδιαγεγραμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προδιαγεγραμμένος η προδιαγεγραμμένη το προδιαγεγραμμένο
      γενική του προδιαγεγραμμένου της προδιαγεγραμμένης του προδιαγεγραμμένου
    αιτιατική τον προδιαγεγραμμένο την προδιαγεγραμμένη το προδιαγεγραμμένο
     κλητική προδιαγεγραμμένε προδιαγεγραμμένη προδιαγεγραμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προδιαγεγραμμένοι οι προδιαγεγραμμένες τα προδιαγεγραμμένα
      γενική των προδιαγεγραμμένων των προδιαγεγραμμένων των προδιαγεγραμμένων
    αιτιατική τους προδιαγεγραμμένους τις προδιαγεγραμμένες τα προδιαγεγραμμένα
     κλητική προδιαγεγραμμένοι προδιαγεγραμμένες προδιαγεγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προδιαγεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προδιαγράφω

Μετοχή

προδιαγεγραμμένος, -η, -ο

  • που έχει προδιαγραφεί ή προσδιοριστεί εκ των προτέρων, που είναι καθορισμένος εξαρχής
    Το μέλλον του ήταν τραγικά προδιαγεγραμμένο, γονείς στη φυλακή, κανείς συγγενής πρόθυμος να αγκαλιάσει, φτώχεια και μοναξιά
 δείτε τη λέξη προδιαγράφω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.