προγαμιαῖος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

προγαμιαῖος < προ- + γάμ(ος) + -ιαῖος . Συγκρίνετε με το ελληνιστικό προγάμιος και το αρχαίο πρόγαμος.

Επίθετο

προγαμιαῖος ή όψιμη ελληνιστική κοινή [1][2]

  • που γίνεται ή δίνεται πριν την τέλεση του γάμου
      Ιουστινιάνειος Κώδικας, μετάφραση στα ελληνικά σελ.287@books.google.gr (Theophili Paraphrasis Graeca in juris civilis Institutiones, 1610)
    [στα Σχόλια:] προγαμιαία δωρεά για τη λατινικά: ante nupties donatione (δωρεά προγάμου ή προ γάμου) (Χρειάζεται ανάγνωση)
      11ος αιώνας, Μιχαήλ Ψελλός Poemata Τοῦ ὑπερτίμου κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ Ψελλοῦ πρὸς τὸν βασιλέα Μονομάχον, @catholiclibrary.org
    γυνὴ τῶν γάμων δύναται ἔτι συνισταμένων, βλέπουσά πως τὸν σύζυγον ἄπορον πεφυκότα, ὡς ἐνυπόθηκον κρατεῖν τὴν ἐκείνου οὐσίαν, οὐ μόνον ὑπὲρ τῆς προικός, ἀλλὰ καὶ ἐξωπροίκων, ὑπὲρ προγαμιαίων τε δικαίως δωρημάτων. οὐχὶ συναίνεσις πατρός, ἀλλὰ νόμιμος πρᾶξις τῆς ὑπεξουσιότητος ἐλευθεροῖ τὸν παῖδα.

Πολυλεκτικοί όροι

  • προγαμιαία δωρεά

Κλιτικοί τύποι

  • προγαμιαίων (γενική πληθυντικού)
  • προγαμιαία (ονομαστική και κλητική ενικού θηλυκού γένους και ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού ουδετέρου γένους)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. προγαμιαῖος σελ.6081 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
  2. προγαμιαίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.