προβληματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προβληματικός | η | προβληματική | το | προβληματικό |
| γενική | του | προβληματικού | της | προβληματικής | του | προβληματικού |
| αιτιατική | τον | προβληματικό | την | προβληματική | το | προβληματικό |
| κλητική | προβληματικέ | προβληματική | προβληματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προβληματικοί | οι | προβληματικές | τα | προβληματικά |
| γενική | των | προβληματικών | των | προβληματικών | των | προβληματικών |
| αιτιατική | τους | προβληματικούς | τις | προβληματικές | τα | προβληματικά |
| κλητική | προβληματικοί | προβληματικές | προβληματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προβληματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προβληματικός (σχετικός με πρόβλημα) (< πρόβλημα + -ικός). Για τις σύγχρονες σημασίες, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική problématique[1]
Μεταφράσεις
Αναφορές
- προβληματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.