προβληματική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προβληματική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου προβληματικός

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η προβληματική
      γενική της προβληματικής
    αιτιατική την προβληματική
     κλητική προβληματική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

προβληματική θηλυκό στον ενικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

προβληματική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.