προέχω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  προέχω   προέχομαι & προὔχομαι 
Παρατατικός  προεῖχον   προεχόμην & προὐχόμην 
Μέλλοντας  προέξω   προέξομαι & προσχήσομαι 
Αόριστος  προέσχον   προεσχόμην & προὐσχόμην 
Παρακείμενος  προέσχηκα   προέσχημαι 
Υπερσυντέλικος  προεσχήκειν   προεσχήμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

προέχω < προ- + ἔχω

Ρήμα

προέχω

  1. κρατώ μπροστά
  2. προτείνω, προσφέρω
  3. δίνω μεγαλύτερη σημασία, προτιμώ
  4. πληροφορούμαι κάτι πριν από άλλους
  5. προηγούμαι, προπορεύομαι
  6. υπερέχω
  7. είμαι αρχηγός
  8. εξέχω, προεξέχω
  9. (μέσο) προέχομαι:
    1. προφασίζομαι
    2. προσφέρω
  10. (ουσιαστικοποιημένο) προύχων: αρχηγός, διακεκριμένος
  11. (απρόσωπο) προέχει: ωφελεί, ισχύει

  • προὔχω

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση

  • Μεσοπαθητικοί τύποι λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.