προέχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | προέχω | προέχομαι & προὔχομαι |
| Παρατατικός | προεῖχον | προεχόμην & προὐχόμην |
| Μέλλοντας | προέξω | προέξομαι & προσχήσομαι |
| Αόριστος | προέσχον | προεσχόμην & προὐσχόμην |
| Παρακείμενος | προέσχηκα | προέσχημαι |
| Υπερσυντέλικος | προεσχήκειν | προεσχήμην |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
προέχω
- κρατώ μπροστά
- προτείνω, προσφέρω
- δίνω μεγαλύτερη σημασία, προτιμώ
- πληροφορούμαι κάτι πριν από άλλους
- προηγούμαι, προπορεύομαι
- υπερέχω
- είμαι αρχηγός
- εξέχω, προεξέχω
- (μέσο) προέχομαι:
- (ουσιαστικοποιημένο) προύχων: αρχηγός, διακεκριμένος
- (απρόσωπο) προέχει: ωφελεί, ισχύει
- προὔχω
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Κλίση
προέχω - ενεργητικοί τύποι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
- προέχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προέχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.