πρακτικογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πρακτικογράφος οι πρακτικογράφοι
      γενική του/της πρακτικογράφου των πρακτικογράφων
    αιτιατική τον/την πρακτικογράφο τους/τις πρακτικογράφους
     κλητική πρακτικογράφε πρακτικογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρακτικογράφος < πρακτικ(ό) + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

πρακτικογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.