πρακτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρακτικό | τα | πρακτικά |
| γενική | του | πρακτικού | των | πρακτικών |
| αιτιατική | το | πρακτικό | τα | πρακτικά |
| κλητική | πρακτικό | πρακτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρακτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acte)
Ουσιαστικό
πρακτικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
πρακτικό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.