πρακτικογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρακτικογραφώ < πρακτικογράφος + -ώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρακτικογραφώ | πρακτικογραφούσα | θα πρακτικογραφώ | να πρακτικογραφώ | πρακτικογραφώντας | |
| β' ενικ. | πρακτικογραφείς | πρακτικογραφούσες | θα πρακτικογραφείς | να πρακτικογραφείς | (πρακτικογράφει) | |
| γ' ενικ. | πρακτικογραφεί | πρακτικογραφούσε | θα πρακτικογραφεί | να πρακτικογραφεί | ||
| α' πληθ. | πρακτικογραφούμε | πρακτικογραφούσαμε | θα πρακτικογραφούμε | να πρακτικογραφούμε | ||
| β' πληθ. | πρακτικογραφείτε | πρακτικογραφούσατε | θα πρακτικογραφείτε | να πρακτικογραφείτε | πρακτικογραφείτε | |
| γ' πληθ. | πρακτικογραφούν(ε) | πρακτικογραφούσαν(ε) | θα πρακτικογραφούν(ε) | να πρακτικογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρακτικογράφησα | θα πρακτικογραφήσω | να πρακτικογραφήσω | πρακτικογραφήσει | ||
| β' ενικ. | πρακτικογράφησες | θα πρακτικογραφήσεις | να πρακτικογραφήσεις | πρακτικογράφησε | ||
| γ' ενικ. | πρακτικογράφησε | θα πρακτικογραφήσει | να πρακτικογραφήσει | |||
| α' πληθ. | πρακτικογραφήσαμε | θα πρακτικογραφήσουμε | να πρακτικογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | πρακτικογραφήσατε | θα πρακτικογραφήσετε | να πρακτικογραφήσετε | πρακτικογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | πρακτικογράφησαν πρακτικογραφήσαν(ε) |
θα πρακτικογραφήσουν(ε) | να πρακτικογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πρακτικογραφήσει | είχα πρακτικογραφήσει | θα έχω πρακτικογραφήσει | να έχω πρακτικογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πρακτικογραφήσει | είχες πρακτικογραφήσει | θα έχεις πρακτικογραφήσει | να έχεις πρακτικογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πρακτικογραφήσει | είχε πρακτικογραφήσει | θα έχει πρακτικογραφήσει | να έχει πρακτικογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρακτικογραφήσει | είχαμε πρακτικογραφήσει | θα έχουμε πρακτικογραφήσει | να έχουμε πρακτικογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πρακτικογραφήσει | είχατε πρακτικογραφήσει | θα έχετε πρακτικογραφήσει | να έχετε πρακτικογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρακτικογραφήσει | είχαν πρακτικογραφήσει | θα έχουν πρακτικογραφήσει | να έχουν πρακτικογραφήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.