πράττων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πράττων | η | πράττουσα | το | πράττον |
| γενική | του | πράττοντος & πράττοντα1 |
της | πράττουσας & πραττούσης* |
του | πράττοντος |
| αιτιατική | τον | πράττοντα | την | πράττουσα | το | πράττον |
| κλητική | πράττων | πράττουσα | πράττον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πράττοντες | οι | πράττουσες | τα | πράττοντα |
| γενική | των | πραττόντων | των | πραττουσών | των | πραττόντων |
| αιτιατική | τους | πράττοντες | τις | πράττουσες | τα | πράττοντα |
| κλητική | πράττοντες | πράττουσες | πράττοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πράττων < αρχαία ελληνική πράττων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πράττω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Μετοχή
πράττων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πράττω, αττικός τύπος του πράσσων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.