ποτιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ποτιστικός | η | ποτιστική | το | ποτιστικό |
| γενική | του | ποτιστικού | της | ποτιστικής | του | ποτιστικού |
| αιτιατική | τον | ποτιστικό | την | ποτιστική | το | ποτιστικό |
| κλητική | ποτιστικέ | ποτιστική | ποτιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ποτιστικοί | οι | ποτιστικές | τα | ποτιστικά |
| γενική | των | ποτιστικών | των | ποτιστικών | των | ποτιστικών |
| αιτιατική | τους | ποτιστικούς | τις | ποτιστικές | τα | ποτιστικά |
| κλητική | ποτιστικοί | ποτιστικές | ποτιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.ti.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τι‐στι‐κός
Επίθετο
ποτιστικός, -ή, -ό
Παράγωγα
Μεταφράσεις
ποτιστικός
|
|
Πηγές
- ποτιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.