ποτισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποτισμένος η ποτισμένη το ποτισμένο
      γενική του ποτισμένου της ποτισμένης του ποτισμένου
    αιτιατική τον ποτισμένο την ποτισμένη το ποτισμένο
     κλητική ποτισμένε ποτισμένη ποτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποτισμένοι οι ποτισμένες τα ποτισμένα
      γενική των ποτισμένων των ποτισμένων των ποτισμένων
    αιτιατική τους ποτισμένους τις ποτισμένες τα ποτισμένα
     κλητική ποτισμένοι ποτισμένες ποτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ποτίζω

Μετοχή

ποτισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.