ξερικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξερικός | η | ξερική | το | ξερικό |
| γενική | του | ξερικού | της | ξερικής | του | ξερικού |
| αιτιατική | τον | ξερικό | την | ξερική | το | ξερικό |
| κλητική | ξερικέ | ξερική | ξερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξερικοί | οι | ξερικές | τα | ξερικά |
| γενική | των | ξερικών | των | ξερικών | των | ξερικών |
| αιτιατική | τους | ξερικούς | τις | ξερικές | τα | ξερικά |
| κλητική | ξερικοί | ξερικές | ξερικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ξερικός, -ή, -ό
- που δεν ποτίζεται, που δεν αρδεύεται
- ξερικά χωράφια
- που αναπτύσσεται χωρίς νερό
- ξερικές καλλιέργειες
Αντώνυμα
- αρδευτικός
- αρδευτός
- ποτιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.