ξερικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξερικός η ξερική το ξερικό
      γενική του ξερικού της ξερικής του ξερικού
    αιτιατική τον ξερικό την ξερική το ξερικό
     κλητική ξερικέ ξερική ξερικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξερικοί οι ξερικές τα ξερικά
      γενική των ξερικών των ξερικών των ξερικών
    αιτιατική τους ξερικούς τις ξερικές τα ξερικά
     κλητική ξερικοί ξερικές ξερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξερικός < ξερός + -ικός

Επίθετο

ξερικός, -ή, -ό

  1. που δεν ποτίζεται, που δεν αρδεύεται
    ξερικά χωράφια
  2. που αναπτύσσεται χωρίς νερό
    ξερικές καλλιέργειες

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.