πολύχρωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύχρωμος η πολύχρωμη το πολύχρωμο
      γενική του πολύχρωμου της πολύχρωμης του πολύχρωμου
    αιτιατική τον πολύχρωμο την πολύχρωμη το πολύχρωμο
     κλητική πολύχρωμε πολύχρωμη πολύχρωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύχρωμοι οι πολύχρωμες τα πολύχρωμα
      γενική των πολύχρωμων των πολύχρωμων των πολύχρωμων
    αιτιατική τους πολύχρωμους τις πολύχρωμες τα πολύχρωμα
     κλητική πολύχρωμοι πολύχρωμες πολύχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύχρωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύχρωμος. Αναλύεται σε πολύ- + -χρωμος.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.xɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολύχρωμος

Επίθετο

πολύχρωμος, -η, -ο

  • που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα
    πολύχρωμο ύφασμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χρώμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύχρωμος τὸ πολύχρωμον
      γενική τοῦ/τῆς πολυχρώμου τοῦ πολυχρώμου
      δοτική τῷ/τῇ πολυχρώμ τῷ πολυχρώμ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύχρωμον τὸ πολύχρωμον
     κλητική ! πολύχρωμε πολύχρωμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύχρωμοι τὰ πολύχρωμ
      γενική τῶν πολυχρώμων τῶν πολυχρώμων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυχρώμοις τοῖς πολυχρώμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυχρώμους τὰ πολύχρωμ
     κλητική ! πολύχρωμοι πολύχρωμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυχρώμω τὼ πολυχρώμω
      γεν-δοτ τοῖν πολυχρώμοιν τοῖν πολυχρώμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύχρωμος < πολύ- + -χρωμος

Επίθετο

πολύχρωμος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.