πολύχρωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύχρωμος | η | πολύχρωμη | το | πολύχρωμο |
| γενική | του | πολύχρωμου | της | πολύχρωμης | του | πολύχρωμου |
| αιτιατική | τον | πολύχρωμο | την | πολύχρωμη | το | πολύχρωμο |
| κλητική | πολύχρωμε | πολύχρωμη | πολύχρωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύχρωμοι | οι | πολύχρωμες | τα | πολύχρωμα |
| γενική | των | πολύχρωμων | των | πολύχρωμων | των | πολύχρωμων |
| αιτιατική | τους | πολύχρωμους | τις | πολύχρωμες | τα | πολύχρωμα |
| κλητική | πολύχρωμοι | πολύχρωμες | πολύχρωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύχρωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύχρωμος. Αναλύεται σε πολύ- + -χρωμος.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.xɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐χρω‐μος
Μεταφράσεις
πολύχρωμος
Αναφορές
- πολύχρωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύχρωμος | τὸ | πολύχρωμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολυχρώμου | τοῦ | πολυχρώμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολυχρώμῳ | τῷ | πολυχρώμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύχρωμον | τὸ | πολύχρωμον | ||
| κλητική ὦ! | πολύχρωμε | πολύχρωμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύχρωμοι | τὰ | πολύχρωμᾰ | ||
| γενική | τῶν | πολυχρώμων | τῶν | πολυχρώμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυχρώμοις | τοῖς | πολυχρώμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυχρώμους | τὰ | πολύχρωμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πολύχρωμοι | πολύχρωμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυχρώμω | τὼ | πολυχρώμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυχρώμοιν | τοῖν | πολυχρώμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πολύχρωμος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του πολυχρώματος, συνώνυμο του πολύχροος: πολύχρωμος
Πηγές
- πολύχρωμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύχρωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.