πολύφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύφωνος η πολύφωνη το πολύφωνο
      γενική του πολύφωνου της πολύφωνης του πολύφωνου
    αιτιατική τον πολύφωνο την πολύφωνη το πολύφωνο
     κλητική πολύφωνε πολύφωνη πολύφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύφωνοι οι πολύφωνες τα πολύφωνα
      γενική των πολύφωνων των πολύφωνων των πολύφωνων
    αιτιατική τους πολύφωνους τις πολύφωνες τα πολύφωνα
     κλητική πολύφωνοι πολύφωνες πολύφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύφωνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική polyphonous < αρχαία ελληνική πολύφωνος (για πουλί: που κελαηδά σε πολλούς τόνους)[1] Αναλύεται σε πολύ- + -φωνος

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολύφωνος

Επίθετο

πολύφωνος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.