πολυταξιδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυταξιδεμένος | η | πολυταξιδεμένη | το | πολυταξιδεμένο |
| γενική | του | πολυταξιδεμένου | της | πολυταξιδεμένης | του | πολυταξιδεμένου |
| αιτιατική | τον | πολυταξιδεμένο | την | πολυταξιδεμένη | το | πολυταξιδεμένο |
| κλητική | πολυταξιδεμένε | πολυταξιδεμένη | πολυταξιδεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυταξιδεμένοι | οι | πολυταξιδεμένες | τα | πολυταξιδεμένα |
| γενική | των | πολυταξιδεμένων | των | πολυταξιδεμένων | των | πολυταξιδεμένων |
| αιτιατική | τους | πολυταξιδεμένους | τις | πολυταξιδεμένες | τα | πολυταξιδεμένα |
| κλητική | πολυταξιδεμένοι | πολυταξιδεμένες | πολυταξιδεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυταξιδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πολυταξιδεύω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πολυταξιδεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.