πολυσυνθετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυσυνθετικός | η | πολυσυνθετική | το | πολυσυνθετικό |
| γενική | του | πολυσυνθετικού | της | πολυσυνθετικής | του | πολυσυνθετικού |
| αιτιατική | τον | πολυσυνθετικό | την | πολυσυνθετική | το | πολυσυνθετικό |
| κλητική | πολυσυνθετικέ | πολυσυνθετική | πολυσυνθετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυσυνθετικοί | οι | πολυσυνθετικές | τα | πολυσυνθετικά |
| γενική | των | πολυσυνθετικών | των | πολυσυνθετικών | των | πολυσυνθετικών |
| αιτιατική | τους | πολυσυνθετικούς | τις | πολυσυνθετικές | τα | πολυσυνθετικά |
| κλητική | πολυσυνθετικοί | πολυσυνθετικές | πολυσυνθετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυσυνθετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polysynthetic ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polysynthétique < αρχαία ελληνική πολύς + σύνθετος < συντίθημι < τίθημι
Επίθετο
πολυσυνθετικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
πολυσυνθετικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.