πολυσπερμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυσπερμία | οι | πολυσπερμίες |
| γενική | της | πολυσπερμίας | των | πολυσπερμιών |
| αιτιατική | την | πολυσπερμία | τις | πολυσπερμίες |
| κλητική | πολυσπερμία | πολυσπερμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυσπερμία < ελληνιστική κοινή πολυσπερμία < αρχαία ελληνική πολύσπερμος
Ουσιαστικό
πολυσπερμία θηλυκό
- η κατάσταση ή η ιδιότητα του πολύσπερμου
- η είσοδος πληθώρας σπερματοζωαρίων σε ωάριο κατά τη διάρκεια της γονιμοποίησης
Μεταφράσεις
πολυσπερμία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.