πολυσπερμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυσπερμία οι πολυσπερμίες
      γενική της πολυσπερμίας των πολυσπερμιών
    αιτιατική την πολυσπερμία τις πολυσπερμίες
     κλητική πολυσπερμία πολυσπερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυσπερμία < ελληνιστική κοινή πολυσπερμία < αρχαία ελληνική πολύσπερμος

Ουσιαστικό

πολυσπερμία θηλυκό

  1. η κατάσταση ή η ιδιότητα του πολύσπερμου
  2. η είσοδος πληθώρας σπερματοζωαρίων σε ωάριο κατά τη διάρκεια της γονιμοποίησης
     αντώνυμα: ασπερμία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.