πολύσπερμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύσπερμος η πολύσπερμη το πολύσπερμο
      γενική του πολύσπερμου της πολύσπερμης του πολύσπερμου
    αιτιατική τον πολύσπερμο την πολύσπερμη το πολύσπερμο
     κλητική πολύσπερμε πολύσπερμη πολύσπερμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύσπερμοι οι πολύσπερμες τα πολύσπερμα
      γενική των πολύσπερμων των πολύσπερμων των πολύσπερμων
    αιτιατική τους πολύσπερμους τις πολύσπερμες τα πολύσπερμα
     κλητική πολύσπερμοι πολύσπερμες πολύσπερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύσπερμος < αρχαία ελληνική πολύσπερμος

Επίθετο

πολύσπερμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.