πολυβόλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυβόλο τα πολυβόλα
      γενική του πολυβόλου των πολυβόλων
    αιτιατική το πολυβόλο τα πολυβόλα
     κλητική πολυβόλο πολυβόλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυβόλο < (ελληνιστική κοινή), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυβόλος

Ουσιαστικό

πολυβόλο ουδέτερο

  1. αυτόματο όπλο του πεζικού που έχει τη δυνατότητα να βάλλει κατά ριπάς, εκτοξεύοντας μεγάλο αριθμό βλημάτων σε λίγο χρόνο
  2. πυροβόλο όπλο που στηρίζεται σε βάση και ρίχνει πολλά βλήματα σε μικρό χρονικό διάστημα
  3. (μεταφορικά) καθετί ή καθένας που ρίχνει κάτι ορμητικά ή ασταμάτητα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.