πολυβόλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολυβόλο | τα | πολυβόλα |
| γενική | του | πολυβόλου | των | πολυβόλων |
| αιτιατική | το | πολυβόλο | τα | πολυβόλα |
| κλητική | πολυβόλο | πολυβόλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυβόλο < (ελληνιστική κοινή), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυβόλος
Ουσιαστικό
πολυβόλο ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- πολυβολαρχία
- πολυβολητής
- πολυβολισμός
- πολυβολώ
- πολυβολείο
- πολυβολών
Μεταφράσεις
πολυβόλο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.