καραμπίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραμπίνα οι καραμπίνες
      γενική της καραμπίνας των καραμπινών
    αιτιατική την καραμπίνα τις καραμπίνες
     κλητική καραμπίνα καραμπίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια καραμπίνα

Ετυμολογία

καραμπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carabina < γαλλική carabine < carabin (στρατιώτης του ελαφρού ιππικού)

Ουσιαστικό

καραμπίνα θηλυκό

  1. ελαφρό πυροβόλο όπλο με κοντάκι και μία κοντή κάννη, βραχύκαννο φορητό όπλο
  2. αυτός που μαθαίνει κάτι με βραδύ τρόπο

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.