πολυβολαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυβολαρχία | οι | πολυβολαρχίες |
| γενική | της | πολυβολαρχίας | των | πολυβολαρχιών |
| αιτιατική | την | πολυβολαρχία | τις | πολυβολαρχίες |
| κλητική | πολυβολαρχία | πολυβολαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυβολαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πολυβολαρχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) μονάδα πυροβολικού που αποτελείται συνήθως από τέσσερεις διμοιρίες πολυβόλων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολυβολαρχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.