πολυβολώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πολυβολώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

πολυβολώ

  1. πυροβολώ με πολυβόλο
  2. (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον μιλώντας του ακατάπαυστα, θέτοντάς του πληθώρα ερωτήσεων ή κάνοντας πολλές παρατηρήσεις πάνω σε κάποιο θέμα


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.