πολυβολητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυβολητής οι πολυβολητές
      γενική του πολυβολητή των πολυβολητών
    αιτιατική τον πολυβολητή τους πολυβολητές
     κλητική πολυβολητή πολυβολητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυβολητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πολυβολητής αρσενικό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.