πολιτοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πολιτοφύλακας | οι | πολιτοφύλακες |
| γενική | του του/της |
πολιτοφύλακα πολιτοφύλακος |
των | πολιτοφυλάκων |
| αιτιατική | τον/την | πολιτοφύλακα | τους/τις | πολιτοφύλακες |
| κλητική | πολιτοφύλακα | πολιτοφύλακες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολιτοφύλακας < πολιτο(φυλακή) + -ο- + -φύλακας. Διαφορετικό το αρχαίο πολιτοφύλαξ.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.toˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐το‐φύ‐λα‐κας
Αναφορές
- πολιτοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.