πολιτοφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| φῠλᾰκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολιτοφύλαξ | οἱ/αἱ | πολιτοφύλακες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | πολιτοφύλακος | τῶν | πολιτοφυλάκων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | πολιτοφύλακῐ | τοῖς/ταῖς | πολιτοφύλαξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολιτοφύλακᾰ | τοὺς/τὰς | πολιτοφύλακᾰς | |
| κλητική ὦ! | πολιτοφύλαξ | πολιτοφύλακες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιτοφύλακε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολιτοφυλάκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
πολιτοφύλαξ, -ακος αρσενικό
- φύλακας των πολιτών
- (στη Λάρισα, ο πληθυντικός πολιτοφύλακες) ανώτατοι άρχοντες της πόλης
Παράγωγα
- πολιτοφυλακέω
- πολιτοφυλακία
- νέα ελληνικά: πολιτοφύλακας (με διαφορετική σημασία)
Πηγές
- πολιτοφύλαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιτοφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.