πολιτευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολιτευόμενος | η | πολιτευόμενη | το | πολιτευόμενο |
| γενική | του | πολιτευόμενου | της | πολιτευόμενης | του | πολιτευόμενου |
| αιτιατική | τον | πολιτευόμενο | την | πολιτευόμενη | το | πολιτευόμενο |
| κλητική | πολιτευόμενε | πολιτευόμενη | πολιτευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολιτευόμενοι | οι | πολιτευόμενες | τα | πολιτευόμενα |
| γενική | των | πολιτευόμενων | των | πολιτευόμενων | των | πολιτευόμενων |
| αιτιατική | τους | πολιτευόμενους | τις | πολιτευόμενες | τα | πολιτευόμενα |
| κλητική | πολιτευόμενοι | πολιτευόμενες | πολιτευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.