πολιτειολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολιτειολόγος οι πολιτειολόγοι
      γενική του/της πολιτειολόγου των πολιτειολόγων
    αιτιατική τον/την πολιτειολόγο τους/τις πολιτειολόγους
     κλητική πολιτειολόγε πολιτειολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιτειολόγος (μαρτυρείται από το 1895)[1] < πολιτει(α) + -ο- + -λόγος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική politologue

Ουσιαστικό

πολιτειολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • πολιτολόγος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 822, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.