ποινικολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ποινικολόγος οι ποινικολόγοι
      γενική του/της ποινικολόγου των ποινικολόγων
    αιτιατική τον/την ποινικολόγο τους/τις ποινικολόγους
     κλητική ποινικολόγε ποινικολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποινικολόγος (μαρτυρείται από το 1863)[1] < πονικ(ός) + -ο- + -λόγος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική criminologiste[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ni.koˈlo.ɣos/

Ουσιαστικό

ποινικολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (νομικός όρος, επάγγελμα) νομικός που έχει ειδικευτεί στο Ποινικό Δίκαιο και την εγκληματολογία
  2. (νομικός όρος, επάγγελμα) δικηγόρος που αναλαμβάνει ποινικές υποθέσεις
    για τόσο σοβαρό έγκλημα σου συνιστώ να μην συμβουλευτείς έναν απλό δικηγόρο αλλά έναν ποινικολόγο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 821, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. ποινικολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.