ποινικολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποινικολογία οι ποινικολογίες
      γενική της ποινικολογίας των ποινικολογιών
    αιτιατική την ποινικολογία τις ποινικολογίες
     κλητική ποινικολογία ποινικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποινικολογία (μαρτυρείται από το 1891)[1] < ποινικ(ός) + -ο- + -λογία (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική penology ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pénologie)

Ουσιαστικό

ποινικολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 821, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.