εγκληματολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκληματολογία | οι | εγκληματολογίες |
| γενική | της | εγκληματολογίας | των | εγκληματολογιών |
| αιτιατική | την | εγκληματολογία | τις | εγκληματολογίες |
| κλητική | εγκληματολογία | εγκληματολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκληματολογία < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
εγκληματολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.