ψυχορραγώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψυχορραγώ < αρχαία ελληνική ψυχορραγέω / ψυχορραγῶ < ψυχή + ῥήγνυμι
Συγγενικά
- ψυχορράγημα
- → δείτε τις λέξεις ψυχή και ρήξη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψυχορραγώ | ψυχορραγούσα | θα ψυχορραγώ | να ψυχορραγώ | ψυχορραγώντας | |
| β' ενικ. | ψυχορραγείς | ψυχορραγούσες | θα ψυχορραγείς | να ψυχορραγείς | (ψυχορράγει) | |
| γ' ενικ. | ψυχορραγεί | ψυχορραγούσε | θα ψυχορραγεί | να ψυχορραγεί | ||
| α' πληθ. | ψυχορραγούμε | ψυχορραγούσαμε | θα ψυχορραγούμε | να ψυχορραγούμε | ||
| β' πληθ. | ψυχορραγείτε | ψυχορραγούσατε | θα ψυχορραγείτε | να ψυχορραγείτε | ψυχορραγείτε | |
| γ' πληθ. | ψυχορραγούν(ε) | ψυχορραγούσαν(ε) | θα ψυχορραγούν(ε) | να ψυχορραγούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψυχορράγησα | θα ψυχορραγήσω | να ψυχορραγήσω | ψυχορραγήσει | ||
| β' ενικ. | ψυχορράγησες | θα ψυχορραγήσεις | να ψυχορραγήσεις | ψυχορράγησε | ||
| γ' ενικ. | ψυχορράγησε | θα ψυχορραγήσει | να ψυχορραγήσει | |||
| α' πληθ. | ψυχορραγήσαμε | θα ψυχορραγήσουμε | να ψυχορραγήσουμε | |||
| β' πληθ. | ψυχορραγήσατε | θα ψυχορραγήσετε | να ψυχορραγήσετε | ψυχορραγήστε | ||
| γ' πληθ. | ψυχορράγησαν ψυχορραγήσαν(ε) |
θα ψυχορραγήσουν(ε) | να ψυχορραγήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψυχορραγήσει | είχα ψυχορραγήσει | θα έχω ψυχορραγήσει | να έχω ψυχορραγήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψυχορραγήσει | είχες ψυχορραγήσει | θα έχεις ψυχορραγήσει | να έχεις ψυχορραγήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψυχορραγήσει | είχε ψυχορραγήσει | θα έχει ψυχορραγήσει | να έχει ψυχορραγήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψυχορραγήσει | είχαμε ψυχορραγήσει | θα έχουμε ψυχορραγήσει | να έχουμε ψυχορραγήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψυχορραγήσει | είχατε ψυχορραγήσει | θα έχετε ψυχορραγήσει | να έχετε ψυχορραγήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψυχορραγήσει | είχαν ψυχορραγήσει | θα έχουν ψυχορραγήσει | να έχουν ψυχορραγήσει |
| |
Μεταφράσεις
ψυχορραγώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.