διαπνέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαπνέω < αρχαία ελληνική διαπνέω < διά + πνέω
Ρήμα
διαπνέω (παθητική φωνή: διαπνέομαι)
- διαπερνώ κάτι με φύσημα, φυσώντας
- αναπνέω από τους δερματικούς πόρους
- (βοτανική) αποβάλλω νερό ή υδρατμούς από τα φύλλα
- Στη φάρμα του Μιγιάγκι, όμως, ακόμα και το νερό που διαπνέουν τα φύλλα των φυτών συλλέγεται και ανακυκλώνεται. (*)
- εμπνέω, παρακινώ
- (παθητική φωνή) διαπνέομαι: επηρεάζομαι, χαρακτηρίζομαι, με διακατέχει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαπνέω | διέπνεα | θα διαπνέω | να διαπνέω | διαπνέοντας | |
| β' ενικ. | διαπνέεις | διέπνεες | θα διαπνέεις | να διαπνέεις | διάπνεε | |
| γ' ενικ. | διαπνέει | διέπνεε | θα διαπνέει | να διαπνέει | ||
| α' πληθ. | διαπνέουμε | διαπνέαμε | θα διαπνέουμε | να διαπνέουμε | ||
| β' πληθ. | διαπνέετε | διαπνέατε | θα διαπνέετε | να διαπνέετε | διαπνέετε | |
| γ' πληθ. | διαπνέουν(ε) | διέπνεαν διαπνέαν(ε) |
θα διαπνέουν(ε) | να διαπνέουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέπνευσα | θα διαπνεύσω | να διαπνεύσω | διαπνεύσει | ||
| β' ενικ. | διέπνευσες | θα διαπνεύσεις | να διαπνεύσεις | διάπνευσε | ||
| γ' ενικ. | διέπνευσε | θα διαπνεύσει | να διαπνεύσει | |||
| α' πληθ. | διαπνεύσαμε | θα διαπνεύσουμε | να διαπνεύσουμε | |||
| β' πληθ. | διαπνεύσατε | θα διαπνεύσετε | να διαπνεύσετε | διαπνεύστε | ||
| γ' πληθ. | διέπνευσαν διαπνεύσαν(ε) |
θα διαπνεύσουν(ε) | να διαπνεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαπνεύσει | είχα διαπνεύσει | θα έχω διαπνεύσει | να έχω διαπνεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαπνεύσει | είχες διαπνεύσει | θα έχεις διαπνεύσει | να έχεις διαπνεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαπνεύσει | είχε διαπνεύσει | θα έχει διαπνεύσει | να έχει διαπνεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαπνεύσει | είχαμε διαπνεύσει | θα έχουμε διαπνεύσει | να έχουμε διαπνεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαπνεύσει | είχατε διαπνεύσει | θα έχετε διαπνεύσει | να έχετε διαπνεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαπνεύσει | είχαν διαπνεύσει | θα έχουν διαπνεύσει | να έχουν διαπνεύσει |
| |
Μεταφράσεις
διαπνέω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.