λοίσθιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- λοίσθιος < λοῖσθος< ασθενές θέμα του ρ. λείπω
Επίθετο
λοίσθιος, -α, -ον και -ος, -ον
- τελευταίος, ύστατος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 734
- ἐμὸν τόδ᾽ ἔργον, λοισθίαν κρῖναι δίκην·
- Σε μένα πέφτει το στερνό να πω το λόγο·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἐμὸν τόδ᾽ ἔργον, λοισθίαν κρῖναι δίκην·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1168 (1168-1169)
- τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον, | ἐξειργάσαντο δείν᾽·
- Το τελευταίο κακούργημα, το φριχτότερο απ᾽ όλα | ήταν ετούτο:
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον, | ἐξειργάσαντο δείν᾽·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 734
- (το ουδέτερο με ή χωρίς άρθρο ως επίρρημα) ([τό] λοίσθιον) τελικά, στο τέλος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 468 (466-468)
- ἀλλὰ δῆτ᾽ ἰὼν | πρὸς ἔρυμα Τρώων, ξυμπεσὼν μόνος μόνοις | καὶ δρῶν τι χρηστόν, εἶτα λοίσθιον θάνω;
- Αλλά να χιμήξω | στους Τρωαδίτες κάτω από το κάστρο, | μονάχος μου να χτυπηθώ μαζί τους | κι αφού κάποιο κατόρθωμα πετύχω, το θάνατο να βρω στο τέλος;
- Μετάφραση (2000): Τάσος Ρούσσος @greek‑language.gr
- ἀλλὰ δῆτ᾽ ἰὼν | πρὸς ἔρυμα Τρώων, ξυμπεσὼν μόνος μόνοις | καὶ δρῶν τι χρηστόν, εἶτα λοίσθιον θάνω;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 468 (466-468)
- πνέω τα λοίσθια=Ξεψυχώ, εκπνέω, πεθαίνω. Λοίσθιος ή Λοίσθος=τελευταίος, έσχατος
Πηγές
- λοίσθιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λοίσθιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.