πληκτροφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πληκτροφόρος | η | πληκτροφόρα | το | πληκτροφόρο |
| γενική | του | πληκτροφόρου | της | πληκτροφόρας | του | πληκτροφόρου |
| αιτιατική | τον | πληκτροφόρο | την | πληκτροφόρα | το | πληκτροφόρο |
| κλητική | πληκτροφόρε | πληκτροφόρα | πληκτροφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πληκτροφόροι | οι | πληκτροφόρες | τα | πληκτροφόρα |
| γενική | των | πληκτροφόρων | των | πληκτροφόρων | των | πληκτροφόρων |
| αιτιατική | τους | πληκτροφόρους | τις | πληκτροφόρες | τα | πληκτροφόρα |
| κλητική | πληκτροφόροι | πληκτροφόρες | πληκτροφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πληκτροφόρος
- που έχει πλήκτρα
- (ουσιαστικοποιημένο) πληκτροφόρο: μουσικό όργανο που έχει πλήκτρα
Μεταφράσεις
πληκτροφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.