μάκτρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μάκτρον τὰ μάκτρ
      γενική τοῦ μάκτρου τῶν μάκτρων
      δοτική τῷ μάκτρ τοῖς μάκτροις
    αιτιατική τὸ μάκτρον τὰ μάκτρ
     κλητική ! μάκτρον μάκτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάκτρω
γεν-δοτ τοῖν  μάκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάκτρον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάσσω, θέμα μακ- + -τρον, όπως και πλήσσω, πλῆκτρον
  3ος αιώνας κε Αἴλιος Ἡρωδιανός, Περὶ ὀρθογραφίας, 3.13.37.1@scaife.perseus με μηνοειδές σίγμα
οἱ Αἰολεῖϲ τὰ εἰϲ πτῶ ῥήματα εἰϲ δύο ϲϲ μεταβάλλουϲι νίπτω νίϲϲω, Ταραντίνων δὲ φωνῇ γίνεται νίζω. παρὰ τὸ νίζω γίνεται νίτρον ὡϲ μάϲϲω μάκτρον καὶ πλήϲϲω πλῆκτρον.

Ουσιαστικό

μάκτρον ουδέτερο

Συγγενικά

θέμα μακτρ-

  • ἀπομάκτρια
  • μάκτρα
  • μακτρισμός
  • μακτρίστρια
  • περιμάκτρια

 δείτε και τη λέξη μάσσω για περισσότερα θέματα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.