πλυστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλυστικός η πλυστική το πλυστικό
      γενική του πλυστικού της πλυστικής του πλυστικού
    αιτιατική τον πλυστικό την πλυστική το πλυστικό
     κλητική πλυστικέ πλυστική πλυστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλυστικοί οι πλυστικές τα πλυστικά
      γενική των πλυστικών των πλυστικών των πλυστικών
    αιτιατική τους πλυστικούς τις πλυστικές τα πλυστικά
     κλητική πλυστικοί πλυστικές πλυστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλυστικός < ενδεχομένως αναδρομικός σχηματισμός από το ουσιαστικό πλυστικά  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλυστικός

Επίθετο

πλυστικός, -ή, -ό

  1. (νεολογισμός) που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο, που πλένει
    πλυστικό πιεστικό μηχάνημα, πλυστική συσκευή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πλυστικό
  3. (ουσιαστικό) πλυστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.