πλοηγήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πλοηγήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλοηγώ
  2. θα πλοηγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλοηγώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πλοηγήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλοήγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.